- ὁμόδειπνος
- ὁμόδειπνοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομόδειπνος — η, ο (ΑΜ ὁμόδειπνος, ον) αυτός που δειπνεί μαζί με άλλους, ομοτράπεζος, συνδαιτυμόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + δεῖπνον (πρβλ. ηδύ δειπνος)] … Dictionary of Greek
ὁμοδείπνους — ὁμόδειπνος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοδείπνων — ὁμόδειπνος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόδειπνοι — ὁμόδειπνος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
ομοτράπεζος — η, ο 1. αυτός που τρώει στο ίδιο τραπέζι με άλλον, αλλ. ομόδειπνος, συνδαιτυμόνας. 2. τιμητικός τίτλος μεγιστάνων της αρχαίας Περσίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)